- πτίλωμα
- το, Ντο σύνολο τών πτίλων ενός πτηνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πτέρ-ωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
περκνόπτερος — (percnopterus). Είδος μικρού γύπα, της οικογένειας των Γυπιδών, που έχει λευκό πτέρωμα, με μελανά μερικά φτερά του. Το κεφάλι του είναι γυμνό και κίτρινο. Ο π. ζει στη Μεσόγειο, την Αφρική και σε τμήμα της Ασίας. Τρέφεται με πτώματα και… … Dictionary of Greek
χνους — ο / χνοῡς, oū, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χνόος, στον Αριστοφ. και στον Ευρ. και τ. θηλ. χνοῡς, ἡ, Α (στη νεοελλ. λόγιος τ.) το λεπτότατο τρίχωμα που καλύπτει τα φύλλα και τους καρπούς ορισμένων φυτών, καθώς και το πρόσωπο τών εφήβων, το χνούδι (α.… … Dictionary of Greek
χνούδι — το, Ν 1. ανατ. το πρωτογενές τρίχωμα τού εμβρύου, αποτελούμενο, από λεπτές, άχρωμες τρίχες, οι οποίες εμφανίζονται τον τέταρτο εμβρυϊκό μήνα και διατηρούνται στα βρέφη έως τον έκτο μήνα τής ζωής 2. το λεπτότατο τρίχωμα που καλύπτει τα φύλλα και… … Dictionary of Greek